στιβα-

στιβα-
см. στοιβα\

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στιβα-" в других словарях:

  • στίβα — η, Ν βλ. στοίβα …   Dictionary of Greek

  • στοίβα — και στίβα, η, Ν 1. σωρός από ομοειδή πράγματα τοποθετημένα με τάξη το ένα πάνω στο άλλο ή ριγμένα άτακτα κάπου (α. «έκανε στοίβα τα ξύλα» β. «μια στοίβα ρούχα») 2. το σύνολο τών βαρελιών αποθήκης κρασιών ή οινοπωλείου 3. (ως επίρρ.) στοίβα σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»